Σε αυτή τη σελίδα: glutted, glut

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glutted adj (market: oversupplied)κορεσμένος μτχ πρκ
glutted adj (place: overfilled)ασφυκτικά γεμάτος επίρ + επίθ
  (καθομιλουμένη)παραγεμισμένος μτχ πρκ
glutted adj (person, animal: overfed, overstuffed)χορτάτος επίθ
  (καθομ: πιο έντονο)σκασμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glut n (excess, surfeit)κορεσμός ουσ αρσ
  πλησμονή, πληθώρα, υπεραφθονία ουσ θηλ
  πλήθος ουσ αρσ
 There's a glut of leftovers from last night's party.
glut [sth] vtr (appetite: satiate)ικανοποιώ ρ μ
  (επίσημο)κοραίνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)χορταίνω ρ μ
 They glutted their appetites on the freshly killed deer.
glut [sth] vtr figurative (market: flood, saturate)προκαλώ κορεσμό ρ μ + ουσ αρσ
  (στον αόριστο)κορέστηκα ρ αμ
 The market has been glutted by cheap imports.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση glutted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «glutted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!