Σε αυτή τη σελίδα: glowering, glower

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glowering adj (glaring)βλοσυρός, απειλητικός επίθ
 In the audience, Adam's glowering face was noticeable to the actors.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glower at [sb/sth] vi + prep (stare moodily at)κοιτάζω κπ/κτ απειλητικά ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη)αγριοκοιτάζω ρ μ
  (μεταφορικά)στραβοκοιτάζω ρ μ
  (μτφ: κοιτάζω άγρια)καρφώνω ρ μ
 Jason glowered at his math teacher, feeling that algebra was torture.
glower n (moody stare)απειλητικό βλέμμα, βλοσυρό βλέμμα επίθ + ουσ ουδ
  (μτφ, καθομ: βλέμμα)κάρφωμα ουσ ουδ
 Rita was annoyed by Scott's conspicuous glower.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση glowering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «glowering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!