| Κύριες μεταφράσεις |
| get ahead vi phrasal | figurative (be successful) (γίνομαι επιτυχημένος) | πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά περίφρ |
| | | προχωράω, προκόβω ρ αμ |
| | In order to get ahead in business, you need to be assertive. |
| | Στη δουλειά για να πας μπροστά πρέπει να είσαι αποφασιστικός. |
| | Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός. |
| get ahead of [sb/sth] vi phrasal + prep | (overtake) | προσπερνάω, προσπερνώ ρ μ |
| | | περνάω, περνώ ρ μ |
| | He ran faster and got ahead of his sister just as they reached the car. |
| | Έτρεξε γρηγορότερα και προσπέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο. |
| | Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο. |
| get ahead vi phrasal | figurative (gain advantage) | αποκτώ το πλεονέκτημα περίφρ |
| | (μεταφορικά) | παίρνω κεφάλι έκφρ |
| | The company got ahead by adopting a new business model. |
| | Η εταιρεία πήρε το προβάδισμα υιοθετώντας ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο. |
| get ahead of [sb/sth] vi phrasal + prep | figurative (be more successful) (σε επιτυχία) | περνάω, ξεπερνάω ρ μ |
| | (μεταφορικά) | περνάω μπροστά από κπ/κτ περίφρ |
| | The firm developed a multimedia game system that allowed it to get ahead of its rivals. |
| | Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της. |
| get ahead vi phrasal | US, figurative, informal (save money) | βάζω χρήματα στην άκρη έκφρ |
| | | μαζεύω χρήματα ρ μ + ουσ ουδ πλ |
| | | αποταμιεύω ρ αμ |
| | Keeping a monthly budget is a good way to get ahead. |