• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gainer n (finance: [sth] gaining in value)κερδοφόρα μετοχή φρ ως ουσ θηλ
  μετοχή με ανοδική αξία περίφρ
gainer n (one who gains, benefits)κερδισμένος μτχ πρκ
gainer n (sports: dive with backflip) (καταδύσεις)αντίστροφη περιστροφή επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Σε σπορ όπως σπορ: ενόργανη, καταδύσεις
 The diver executed a perfect gainer and entered the water headfirst.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση gainer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «gainer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!