fulfilling

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/fʊlˈfɪlɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: fulfilling, fulfill

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fulfilling adj (satisfying, rewarding)ικανοποιητικός επίθ
  (μεταφορικά)που σε γεμίζει περίφρ
 Teaching the course to such good students was a fulfilling experience.
 Η διδασκαλία του μαθήματος σε τόσο καλούς μαθητές ήταν ικανοποιητική εμπειρία.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αναρρίχηση στην κορυφή του βουνού είναι μια εμπειρία που σε γεμίζει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fulfill [sth] (US),
fulfil [sth] (UK)
vtr
(meet: an obligation)εκπληρώνω ρ μ
 You will be paid when you've fulfilled your contractual obligations.
 Θα πληρωθείς όταν θα έχεις εκπληρώσει τις συμβατικές σου υποχρεώσεις.
fulfill [sth] (US),
fulfil [sth] (UK)
vtr
(keep: a promise)εκπληρώνω, πραγματοποιώ ρ μ
  κρατάω ρ μ
 He eventually fulfilled his promise and paid back the money.
 Τελικά εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και επέστρεψε τα χρήματα.
fulfill [sth] (US),
fulfil [sth] (UK)
vtr
(fill, satisfy: a need)ικανοποιώ ρ μ
  (μόνο ανάγκη)καλύπτω ρ μ
 This room should fulfill your needs but let us know if it doesn't.
 Αυτό το δωμάτιο πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες σου, αλλά εάν όχι πες το μας.
fulfill [sb] (US),
fulfil [sb] (UK)
vtr
(satisfy) (καθομιλουμένη, μτφ)γεμίζω ρ μ
  καλύπτω ρ μ
  ικανοποιώ ρ μ
  προσφέρω ικανοποίηση περίφρ
 I can't say my job at the supermarket really fulfills me.
 Δεν μπορώ να πω ότι η δουλειά μου στο σούπερ μάρκετ με ικανοποιεί πραγματικά.
fulfill [sth] (US),
fulfil [sth] (UK)
vtr
(satisfy: a dream, wish)εκπληρώνω ρ μ
  πραγματοποιώ ρ μ
 It took Lana years to fulfil her dreams of becoming a full-time novelist.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fulfilling | fulfill
ΑγγλικάΕλληνικά
self-fulfilling prophecy n (prediction [sb] makes happen)αυτοεκπληρούμενη προφητεία μτχ πρκ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fulfilling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [had, lived] a (long) fulfilling life, has a fulfilling [job, career], my [job] is very fulfilling, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fulfilling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fulfilling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!