fluently

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfluːəntli/

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fluently adv (language: with ease) (γλώσσα)με ευφράδεια περίφρ
  άπταιστα επίρ
 I speak German, but not very fluently.
 Μιλώ γερμανικά αλλά όχι με μεγάλη ευφράδεια.
 Μιλώ γερμανικά αλλά όχι άπταιστα.
fluently adv (motion: smoothly) (κίνηση)με χάρη φρ ως επίρ
  με άνεση φρ ως επίρ
 She handled the rifle fluently, like a professional.
 Χειρίστηκε το πυροβόλο με άνεση, σαν επαγγελματίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fluently' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: speaks [Spanish] fluently, wish I could speak [Spanish] more fluently, am trying to learn to speak [French] fluently, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fluently στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fluently».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!