• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
fall in love at first sight v expr (become infatuated with a stranger)ερωτεύομαι κεραυνοβόλα ρ αμ + επίρ
 As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight.
love at first sight n (instant romantic attraction to [sb])έρωτας με την πρώτη ματιά φρ ως ουσ αρσ
  κεραυνοβόλος έρωτας φρ ως ουσ αρσ
 When Harry met Sally it wasn't love at first sight; they fell in love some years later.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση first love στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «first love».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!