• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fan n (device: blows air) (μηχάνημα)ανεμιστήρας ουσ αρσ
 He would sit directly in front of the fan to cool down.
 Καθόταν ακριβώς μπροστά στον ανεμιστήρα για να δροσιστεί.
fan n (waved in hand)βεντάλια ουσ θηλ
  (παλαιό, σπάνιο)ριπίδιο ουσ ουδ
 Spanish ladies often carry a fan in their purse.
 Οι Ισπανίδες κυρίες συχνά έχουν μια βεντάλια στην τσάντα τους.
fan n (sports enthusiast)οπαδός, φίλαθλος ουσ αρσ
  (καθομ: σπορ, μουσική)φαν ουσ αρσ/θηλ άκλ
 He is a fan of Real Madrid.
 Είναι οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης.
 Είναι φαν της Ρεάλ Μαδρίτης.
fan n (enthusiast)φαν ουσ αρσ/θηλ άκλ
  (επίσημο)λάτρης ουσ αρσ/θηλ
 She is a fan of that website.
 Είναι φαν εκείνου του ιστοτόπου.
 Είναι λάτρης εκείνου του ιστοτόπου.
fan [sb/sth] vtr (cool with a fan) (σε κάποιον)κάνω αέρα περίφρ
 She fanned him with the newspaper.
 Του έκανε αέρα με την εφημερίδα.
fan [sth] vtr (flames: agitate with a fan)δυναμώνω κάνοντας αέρα περίφρ
 He fanned the flames with a newspaper.
 Δυνάμωσε τις φλόγες κάνοντας αέρα με μια εφημερίδα.
fan [sth] vtr figurative (intensify, encourage) (λόγιος)υποδαυλίζω ρ μ
  (μεταφορικά)καλλιεργώ ρ μ
 The organization was accused of fanning national hatred.
 Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι υποδαυλίζει το εθνικό μίσος.
 Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το εθνικό μίσος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fan n (feathers, palm leaves, etc.) (πτηνά, πχ παγώνι)ουρά ουσ ουδ πλ
  (φυτά, πχ φοίνικας)φύλλα ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε οτιδήποτε έχει σχήμα βεντάλιας.
 The peacock spread its fan.
 Το παγώνι άνοιξε την ουρά του.
fan n (foliage)φύλλωμα ουσ ουδ
 The fan of palm fronds provided welcome shade.
 Το φύλλωμα του φοίνικα προσέφερε καλή σκιά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
fan out vi phrasal (spread)απλώνομαι, εξαπλώνομαι ρ αμ
 Groups of searchers fanned out in all directions.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
blower fan n (mechanical ventilation device)ανεμιστήρας ουσ αρσ
 A blower fan will keep toxic fumes out of the laboratory.
ceiling fan n (fan attached to ceiling)ανεμιστήρας οροφής περίφρ
  (καθομιλουμένη)ανεμιστήρας ταβανιού περίφρ
 The ceiling fan whirred in the background as he wrote the letter.
electric fan n (device that moves air)ηλεκτρικός ανεμιστήρας επίθ + ουσ αρσ
exhaust fan (mechanics)ανεμιστήρας απαγωγής φρ ως ουσ αρσ
extractor fan n (device: removes unwanted air)συσκευή εξαερισμού φρ ως ουσ θηλ
  εξαερισμός ουσ αρσ
fan art,
fanart
n
(created by fans)δημιουργίες των φαν φρ ως ουσ θηλ πλ
fan belt n (car engine part)ιμάντας ανεμιστήρα φρ ως ουσ αρσ
 Trey's fan belt broke and he was left stranded on the motorway.
fan club (club for fans)φαν κλαμπ φρ ως ουσ ουδ
fan fic,
fanfic
n
(stories by fans)ιστορίες των φαν, ιστορίες γραμμένες από φαν φρ ως ουσ θηλ πλ
fan fiction,
fanfiction
n
(stories by fans)ιστορίες θαυμαστών που βασίζονται σε ήδη υπάρχοντες φανταστικούς χαρακτήρες
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
fan mail n (letters from fans) (διάσημου προσώπου)γράμματα των φαν, γράμματα από τους θαυμαστές φρ ως ουσ ουδ
fan the flames (of [sth]) v expr figurative (intensify, encourage) (μεταφορικά)ρίχνω λάδι στη φωτιά εκφρ
  ενισχύω, δυναμώνω ρ μ
 The politician is trying to fan the flames of anti-immigrant sentiment.
fan-cooled adj (having heat managed by a fan)που διαθέτει σύστημα ανεμιστήρα ψύξεως περίφρ
 Most home computers are fan-cooled.
fan-shaped adj (flared shape, like fan)σε σχήμα ριπιδίου έκφρ
  σχήματος ριπιδίου έκφρ
  σε σχήμα κυκλικού τομέα έκφρ
football fan (UK),
soccer fan (US)
n
(person who enjoys watching soccer)ποδοσφαιρόφιλος, ποδοσφαιρόφιλη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  λάτρης του ποδοσφαίρου περίφρ
 My sister is a keen football fan.
football fan (US),
American football fan (UK)
n
(person who enjoys American football)λάτρης του αμερικάνικου φούτμπολ περίφρ
 He's a diehard football fan; if he's not at the game, he's watching it on TV.
hit the fan v expr informal (become difficult or unpleasant) (αργκό, μεταφορικά)στραβώνω ρ αμ
  (καθομιλουμένη, υβριστικό)πάω κατά διαόλου έκφρ
music fan n ([sb] who enjoys listening to music)λάτρης της μουσικής περίφρ
 He's a real music fan, and goes to all the concerts.
sports fan n ([sb] who enjoys watching or playing sport)φίλαθλος, φίλαθλη ουσ αρσ, ουσ θηλ
when the s*** hits the fan expr vulgar, offensive, informal (when disturbing facts become public)όταν μαθευτεί κτ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fans' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fans στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fans».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!