| Κύριες μεταφράσεις |
| fan n | (device: blows air) (μηχάνημα) | ανεμιστήρας ουσ αρσ |
| | He would sit directly in front of the fan to cool down. |
| | Καθόταν ακριβώς μπροστά στον ανεμιστήρα για να δροσιστεί. |
| fan n | (waved in hand) | βεντάλια ουσ θηλ |
| | (παλαιό, σπάνιο) | ριπίδιο ουσ ουδ |
| | Spanish ladies often carry a fan in their purse. |
| | Οι Ισπανίδες κυρίες συχνά έχουν μια βεντάλια στην τσάντα τους. |
| fan n | (sports enthusiast) | οπαδός, φίλαθλος ουσ αρσ |
| | (καθομ: σπορ, μουσική) | φαν ουσ αρσ/θηλ άκλ |
| | He is a fan of Real Madrid. |
| | Είναι οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης. |
| | Είναι φαν της Ρεάλ Μαδρίτης. |
| fan n | (enthusiast) | φαν ουσ αρσ/θηλ άκλ |
| | (επίσημο) | λάτρης ουσ αρσ/θηλ |
| | She is a fan of that website. |
| | Είναι φαν εκείνου του ιστοτόπου. |
| | Είναι λάτρης εκείνου του ιστοτόπου. |
| fan [sb/sth]⇒ vtr | (cool with a fan) (σε κάποιον) | κάνω αέρα περίφρ |
| | She fanned him with the newspaper. |
| | Του έκανε αέρα με την εφημερίδα. |
| fan [sth]⇒ vtr | (flames: agitate with a fan) | δυναμώνω κάνοντας αέρα περίφρ |
| | He fanned the flames with a newspaper. |
| | Δυνάμωσε τις φλόγες κάνοντας αέρα με μια εφημερίδα. |
| fan [sth] vtr | figurative (intensify, encourage) (λόγιος) | υποδαυλίζω ρ μ |
| | (μεταφορικά) | καλλιεργώ ρ μ |
| | The organization was accused of fanning national hatred. |
| | Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι υποδαυλίζει το εθνικό μίσος. |
| | Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το εθνικό μίσος. |
Σύνθετοι τύποι:
|
| blower fan n | (mechanical ventilation device) | ανεμιστήρας ουσ αρσ |
| | A blower fan will keep toxic fumes out of the laboratory. |
| ceiling fan n | (fan attached to ceiling) | ανεμιστήρας οροφής περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | ανεμιστήρας ταβανιού περίφρ |
| | The ceiling fan whirred in the background as he wrote the letter. |
| electric fan n | (device that moves air) | ηλεκτρικός ανεμιστήρας επίθ + ουσ αρσ |
| exhaust fan | (mechanics) | ανεμιστήρας απαγωγής φρ ως ουσ αρσ |
| extractor fan n | (device: removes unwanted air) | συσκευή εξαερισμού φρ ως ουσ θηλ |
| | | εξαερισμός ουσ αρσ |
fan art, fanart n | (created by fans) | δημιουργίες των φαν φρ ως ουσ θηλ πλ |
| fan belt n | (car engine part) | ιμάντας ανεμιστήρα φρ ως ουσ αρσ |
| | Trey's fan belt broke and he was left stranded on the motorway. |
| fan club | (club for fans) | φαν κλαμπ φρ ως ουσ ουδ |
fan fic, fanfic n | (stories by fans) | ιστορίες των φαν, ιστορίες γραμμένες από φαν φρ ως ουσ θηλ πλ |
fan fiction, fanfiction n | (stories by fans) | ιστορίες θαυμαστών που βασίζονται σε ήδη υπάρχοντες φανταστικούς χαρακτήρες |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| fan mail n | (letters from fans) (διάσημου προσώπου) | γράμματα των φαν, γράμματα από τους θαυμαστές φρ ως ουσ ουδ |
| fan the flames (of [sth]) v expr | figurative (intensify, encourage) (μεταφορικά) | ρίχνω λάδι στη φωτιά εκφρ |
| | | ενισχύω, δυναμώνω ρ μ |
| | The politician is trying to fan the flames of anti-immigrant sentiment. |
| fan-cooled adj | (having heat managed by a fan) | που διαθέτει σύστημα ανεμιστήρα ψύξεως περίφρ |
| | Most home computers are fan-cooled. |
| fan-shaped adj | (flared shape, like fan) | σε σχήμα ριπιδίου έκφρ |
| | | σχήματος ριπιδίου έκφρ |
| | | σε σχήμα κυκλικού τομέα έκφρ |
football fan (UK), soccer fan (US) n | (person who enjoys watching soccer) | ποδοσφαιρόφιλος, ποδοσφαιρόφιλη ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | | λάτρης του ποδοσφαίρου περίφρ |
| | My sister is a keen football fan. |
football fan (US), American football fan (UK) n | (person who enjoys American football) | λάτρης του αμερικάνικου φούτμπολ περίφρ |
| | He's a diehard football fan; if he's not at the game, he's watching it on TV. |
| hit the fan v expr | informal (become difficult or unpleasant) (αργκό, μεταφορικά) | στραβώνω ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη, υβριστικό) | πάω κατά διαόλου έκφρ |
| music fan n | ([sb] who enjoys listening to music) | λάτρης της μουσικής περίφρ |
| | He's a real music fan, and goes to all the concerts. |
| sports fan n | ([sb] who enjoys watching or playing sport) | φίλαθλος, φίλαθλη ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| when the s*** hits the fan expr | vulgar, offensive, informal (when disturbing facts become public) | όταν μαθευτεί κτ έκφρ |