• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expropriator n (repossession agent) (φορέας, αρχή)απαλλοτριών μτχ ενεστ
  (άτομο)απαλλοτριωτής ουσ αρσ
Σχόλιο: Όταν πρόκειται για το φορέα που κάνει την απαλλοτρίωση, χρησιμποποιείται κυρίως η έκφραση απαλλοτριούσα αρχή.
expropriator n (person: steals idea, etc.)σφετεριστής, σφετερίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση expropriator στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «expropriator».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!