escrow

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɛskrəʊ/, /ɛˈskrəʊ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(n. eskrō, i skrō; v. i skrō, eskrō)


  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
escrow n (law: use of 3rd party)χρηματική εγγύηση ουσ θηλ
  εγγυητής ουσ αρσ
 The funds will be held in escrow till the case is settled.
escrow vtr (law: place in escrow)ορίζω χρηματική εγγύηση ρ μ
  ορίζω εγγυητή ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
escrow account n (account held on [sb] else's behalf)μεσεγγυητικός λογαριασμός επίθ + ουσ αρσ
escrow agent n (person: holds money for [sb] else) (συνήθως για κληρονομικά στοιχεία)καταπιστευματοδόχος ουσ αρσ/θηλ
  μεσεγγυητής, μεσεγγυήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
escrow agreement n (contract: hold money for [sb] else)συμφωνία μεσεγγύησης φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'escrow' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση escrow στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «escrow».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!