• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: endowed with, endow

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
be endowed with [sth] v expr (be gifted, equipped with [sth])προικισμένος με κτ επίθ + πρόθ
 He is endowed with a huge sense of humor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
endow [sb] with [sth] vtr + prep (give abilities, qualities)προικίζω κπ με κτ ρ μ + πρόθ
  (συνήθως ο Θεός)ευλογώ κπ με κτ ρ μ + πρόθ
  (μεταφορικά)χαρίζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Shirley decided that as God had seen fit to endow her with a great singing voice, she would become a singer.
 Η Σίρλεη αποφάσισε πως, αφού ο Θεός έκρινε σκόπιμο να την προικίσει με μια ωραία μελωδική φωνή, θα γινόταν τραγουδίστρια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
endow [sth] with [sth] vtr + prep (give money for [sth])επιχορηγώ κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  χρηματοδοτώ κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  δίνω χορηγία σε κτ περίφρ
 The alumnus endowed his university with £100,000.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
endowed with | endow
ΑγγλικάΕλληνικά
well endowed with [sth] adj + prep (having plenty of [sth])που έχει κτ σε αφθονία περίφρ
  που έχει αρκετό... περίφρ
  που έχει πολύ... περίφρ
 The organization is well endowed with funds for building repairs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση endowed with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «endowed with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!