• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
eminently adv (extremely)ιδιαίτερα, εξαιρετικά επίρ
  πάρα πολύ επίρ
  (σε αρνητικό βαθμό)υπερβολικά επίρ
 Her suggestion was eminently practical and quickly adopted.
 Η πρότασή της ήταν εξαιρετικά πρακτική και εφαρμόστηκε γρήγορα.
eminently adv (decidedly, notably)ξεκάθαρα επίρ
  σαφώς επίρ
  πασιφανώς επίρ
 It was an eminently middle-class neighborhood with well-cared for lawns and tidy houses.
 Ήταν σαφώς μια γειτονιά όπου έμεναν άνθρωποι της μεσαίας τάξης, με περιποιημένο γκαζόν και νοικοκυρεμένα σπίτια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
pre-eminently adv (in a superior way)προ πάντων φρ ως επίρ
  προπαντός επίρ
  κυρίως, ειδικά, ιδιαίτερα επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'eminently' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση eminently στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «eminently».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!