WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| embody [sth]⇒ vtr | (concretely represent) | ενσαρκώνω ρ μ |
| | The artist's work embodied the spirit of the age. |
| | Το έργο του καλλιτέχνη ενσάρκωσε το πνεύμα της εποχής. |
| embody [sth] vtr | (person: be example of) | ενσαρκώνω, αντιπροσωπεύω ρ μ |
| | My husband embodies everything that is good about being a man. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μέρη ενσαρκώνει όλες τις αρετές μιας καλής συζύγου και μητέρας. |
| embody [sth] vtr | (include, contain) | περιέχω, περιλαμβάνω ρ μ |
| | Richard does not believe in God, but recognizes that religion embodies certain values that are good for society. |
| | Ο Ρίτσαρντ δεν πιστεύει στον Θεό, αναγνωρίζει όμως ότι η θρησκεία περιέχει ορισμένες αξίες που είναι ωφέλιμες για την κοινωνία. |