WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| ell n | (pipe, etc, with right-angle bend) | με καμπή ορθής γωνίας προς τα δεξιά |
| | (τεχνικός όρος) | γ ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | I think there is something clogging the ell here. |
| ell n | (building extension) (τεχνικός όρος) | γ ουσ ουδ άκλ |
| | Your office will be located in the ell just over there. |
| ell n | archaic (unit of measure) (μονάδα μέτρησης) | πήχης ουσ αρσ |
| | (στους ανατολικούς λαούς) | αρσίν ουσ ουδ άκλ |
| | The ell is a former unit used to measure the length of textiles. |
Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "ell" στο Greek φόρουμ.A, bee, sea, dee, ee, eff, jee, eych, eye, jay, kay, ell... - English Only forum
an ell table - English Only forum
Give him an inch, he’ll take an ell. - English Only forum
- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ell».
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά