• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: electrocuted, electrocute

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
electrocuted adj (killed by electricity)που υπέστη ηλεκτροπληξία περίφρ
 Police found the dead body of an electrocuted man near the train track.
electrocuted adj (injured by electricity)που υπέστη ηλεκτροπληξία περίφρ
 The electrocuted woman is being treated in hospital.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
electrocute [sb] vtr often passive (kill with electricity)προκαλώ ηλεκτροπληξία σε κπ και πεθαίνει περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 A loose wire electrocuted one of the workers at the site.
electrocute [sb] vtr often passive (execute by electricity)εκτελώ κπ με ηλεκτροπληξία περίφρ
  (καθομιλουμένη)οδηγώ κπ στην ηλεκτρική καρέκλα περίφρ
 The criminal spent many years on death row before the state electrocuted him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση electrocuted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «electrocuted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!