easy-going

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌiːziˈgəʊɪŋ/

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
easygoing (US),
easy-going (UK)
adj
([sb], personality: relaxed)καλόβολος επίθ
  (μεταφορικά)χαλαρός, άνετος επίθ
  εύκολος επίθ
 I love being with her because she's a nice easy-going girl.
 Μου αρέσει να είμαι μαζί της γιατί είναι ένα ευχάριστο, καλόβολο κορίτσι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
it was easy going expr UK (task went smoothly)όλα πήγαν καλά/ρολόι έκφρ
 Although the professor said that we would struggle with the translation, it was easy going for our group.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'easy-going' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: UK: has never been (very) easy-going, UK: was never easy-going as a child, UK: an easy-going [boss, teacher, mom], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση easy-going στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «easy-going».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!