dominating

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdɒmɪneɪtɪŋ/

From the verb dominate: (⇒ conjugate)
dominating is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dominate [sb/sth] vtr (have control over)επιβάλλομαι σε κπ/κτ ρ μ
  (συναισθήματα)ελέγχω ρ μ
  καταπνίγω ρ μ
 The bully dominates the other kids in the playground.
 It was a struggle, but Barry managed to dominate his emotions.
 Ο νταής επιβάλλεται στα άλλα παιδιά στην παιδική χαρά.
dominate [sth] vtr (sport: show mastery) (αθλητικά)επικρατώ, υπερισχύω, κυριαρχώ ρ μ
 The champion will box next week to see if he still dominates the sport.
 Ο πρωταθλητής θα παίξει μποξ την ερχόμενη εβδομάδα για να διαπιστώσει αν ακόμα κυριαρχεί στο άθλημα.
dominate vi (be predominant)επικρατώ, κυριαρχώ ρ αμ
  υπερισχύω ρ αμ
 The area has light rainfall, so desert plants dominate.
 Η περιοχή έχει χαμηλή βροχόπτωση και κυριαρχούν (or: επικρατούν) τα φυτά της ερήμου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dominating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dominating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dominating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!