Σε αυτή τη σελίδα: disqualified, disqualify

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disqualified adj (taken out of competition) (σε αγώνα)που ακυρώθηκε περίφρ
 Disqualified competitors will not be ranked.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disqualify [sb] vtr (rule out of competition)αποκλείω ρ μ
  ακυρώνω ρ μ
 The judges disqualified the gymnast for going out of bounds.
disqualify [sb] from [sth] vtr + prep (rule out of competition)αποκλείω κπ από κτ ρ μ + πρόθ
 Although the team was strong, they were disqualified from the tournament because they didn't have enough players.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disqualified' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
out

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disqualified στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disqualified».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!