Σε αυτή τη σελίδα: dispossessed, dispossess

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dispossessed adj (evicted, homeless)που έχει χάσει την ιδιοκτησία του περίφρ
  άστεγος επίθ
  που του έγινε έξωση περίφρ
dispossessed adj (not having possessions)μη διαθέσιμη μετάφραση
dispossessed adj (not having status)στερημένος μτχ πρκ
  εκδιωχθείς μτχ ενεστ
 The dispossessed refugees tried to find a country that would take them in.
dispossessed adj (having lost expectations, prospects)αποκαρδιωμένος μτχ πρκ
 The modern city dweller may feel spiritually dispossessed.
dispossessed of [sth] adj + prep (had [sth] taken away)που έχει χάσει κτ περίφρ
  που έχει στερηθεί κτ περίφρ
  που του έχει αφαιρεθεί κτ περίφρ
the dispossessed npl (people who are dispossessed)όσοι έχουν χάσει την περιουσία τους περίφρ
  οι άστεγοι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
  όσοι έχουν στερηθεί κτ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dispossess [sb] vtr often passive (make homeless)κάνω έξωση σε κπ έκφρ
  (καθομιλουμένη)διώχνω ρ μ
 Rebecca could not afford to pay her rent, so the bailiffs were called in to dispossess her.
dispossess [sb] of [sth] vtr + prep often passive (deprive [sb] of [sth])στερώ κτ από κπ ρ μ +πρόθ
  αφαιρώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  παίρνω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 The judge's ruling dispossessed the family of their most valuable heirlooms in order for their debts to be paid.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dispossess [sb] vtr (banish)εξορίζω ρ μ
  διώχνω ρ μ
dispossess [sth] vtr (building: abandon)εγκαταλείπω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dispossessed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dispossessed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dispossessed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!