WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| discredit [sb]⇒ vtr | (damage reputation) | δυσφημώ ρ μ |
| | | κηλιδώνεται το όνομα κπ έκφρ |
| | The last mayor was discredited in a financial scandal. |
| discredit [sth]⇒ vtr | (prove untrue) (μεταφορικά) | καταρρίπτω ρ μ |
| | | αποδεικνύω ότι κτ δεν ισχύει έκφρ |
| | | αποδεικνύω ότι κτ είναι λάθος έκφρ |
| | I can discredit every one of their statements with evidence. |
| discredit n | (distrust) | καχυποψία ουσ θηλ |
| | | έλλειψη αξιοπιστίας, απώλεια αξιοπιστίας περίφρ |
| | Widespread corruption brought his government into discredit with the people. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| discredit n | (damage to reputation) | ζημιά στην υπόληψη, καταστροφή στην υπόληψη ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | σε βάρος της υπόληψης έκφρ |
| | It is to his discredit that he didn't speak up when he first learned of the problem. |
| | Είναι σε βάρος της υπόληψής του που δε μίλησε ανοιχτά από την πρώτη στιγμή που έμαθε για το πρόβλημα. |
| discredit n | (cause of disgrace) (καθομιλουμένη, μειωτικό) | ντροπή ουσ θηλ |
| | | δυσφήμιση, δυσφήμηση ουσ θηλ |
| | The politician accused her opponent of being a discredit to the nation. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: