• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: derived, derive

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
derived adj (word: developed from)παράγωγος επίθ
 The dictionary contains 50,000 headwords and 150,000 derived words.
derived adj (developed from origin)παράγωγος επίθ
 The researchers are working on the main study and various derived projects.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
derive from [sth] vi + prep (word: develop from)προέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ
 The word "deduct" derives from Latin.
 Η λέξη «deduct» προέρχεται από τα λατινικά.
derive from [sth] vi + prep (have as origin)προέρχομαι από κτ, προκύπτω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ
 The company derives from an idea the partners had when they were students.
 Η εταιρεία προέκυψε από μια ιδέα που είχαν οι συνέταιροι όταν ήταν φοιτητές.
derive [sth] from [sth] vtr + prep (obtain)εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
 The workers derive the cocaine from the leaves of the coca plant.
 Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας.
derive [sth] from [sth] vtr + prep (gain)παίρνω ρ μ
  αποκομίζω ρ μ
 Adam derives great satisfaction from writing poetry.
 Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.
derive [sth] from [sth] vtr + prep (conclusion: deduce)βγάζω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
  καταλήγω σε κτ με βάση κτ έκφρ
  συνάγω ρ μ
 Sherlock Holmes could derive accurate conclusions about a person from the smallest of clues.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'derived' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση derived στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «derived».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!