• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deliver [sth] vtr (carry, distribute)παραδίδω, παραδίνω ρ μ
  διανέμω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μοιράζω ρ μ
 The postman delivered the letters.
 Ο ταχυδρόμος παρέδωσε τα γράμματα.
 Ο ταχυδρόμος μοίρασε τα γράμματα.
deliver [sth] vtr (give: a speech) (λόγο)βγάζω ρ μ
  (ομιλία, διάλεξη)δίνω ρ μ
 She delivered a speech on molecular biology.
 Έβγαλε λόγο με θέμα τη μοριακή βιολογία.
deliver [sth] vtr (pass: a judgment) (απόφαση)βγάζω ρ μ
  (επίσημο)εκδίδω ρ μ
 The jury delivered a verdict of not guilty.
 Ο δικαστής έβγαλε απόφαση πως δεν είναι ένοχος.
deliver vi figurative (fulfill a commitment or hope) (μεταφορικά)ανταποκρίνομαι με επιτυχία περίφρ
  τα καταφέρνω περίφρ
  πετυχαίνω ρ αμ
 When asked to increase sales by 20%, he delivered.
 Όταν του ζητήθηκε να αυξήσει τις πωλήσεις κατά 20%, ανταποκρίθηκε με επιτυχία.
 Όταν του ζητήθηκε να αυξήσει τις πωλήσεις κατά 20%, τα κατάφερε.
deliver [sb] vtr (medical: assist birth) (τη γυναίκα)ξεγεννώ ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο αγγλικός όρος παίρνει ως αντικείμενο αυτό που γεννιέται, ενώ ο ελληνικός αυτήν που γεννάει.
 The doctor delivered over 40 babies last year.
 Ο γιατρός ξεγέννησε πάνω από 40 γυναίκες πέρυσι.
deliver [sb] vtr (give birth to)γεννάω, γεννώ ρ μ
 The mother delivered her baby in a birthing pool.
 Η μητέρα γέννησε το μωρό της σε μια πισίνα τοκετού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deliver [sth] vtr (send) (πάσα)δίνω ρ μ
 During the game, he skillfully delivered several difficult passes.
deliver [sb],
deliver [sb] to [sb]
vtr
(hand over) (κάποιον σε κάποιον άλλο)παραδίδω, παραδίνω ρ μ
 The police delivered the child to her parents after she wandered off.
deliver [sb] from [sth] vtr + prep (liberate, rescue) (κάποιον από κάτι)απελευθερώνω, ελευθερώνω ρ μ
 The commandos delivered the hostages from captivity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
deliver on [sth] vtr phrasal insep (fulfil, go through with)εκπληρώνω ρ μ
  τηρώ ρ μ
 Mark is very reliable, as he always delivers on his promises.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
deliver a baby v expr (assist a woman to give birth)ξεγεννάω, ξεγεννώ ρ μ
deliver a lecture v expr (give informative speech)κάνω διάλεξη ρ μ + ουσ θηλ
 The speaker chose to deliver a lecture on the evils of war.
deliver a speech v expr (speak publicly)βγάζω λόγο ρ μ + ουσ αρσ
  εκφωνώ ομιλία ρ μ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μιλάω, μιλώ ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'delivered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση delivered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «delivered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!