• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deliriously adv (in a feverish or hallucinatory way)σε παραλήρημα περίφρ
  παραληρώντας μτχ ενεστ
 The patient with the high fever was muttering deliriously.
deliriously adv informal (excitedly)με άκρατο ενθουσιασμό περίφρ
  ενθουσιωδώς επίρ
  (καθομιλουμένη)τρελά επίρ
 Cheryl was deliriously happy to have passed all her exams.
 Η Σέριλ ήταν τρελά χαρούμενη που πέρασε όλες τις εξετάσεις της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση deliriously στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «deliriously».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!