WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| daily life n | (everyday existence) | καθημερινότητα ουσ θηλ |
| | Some people only practice their religion on holidays, while for others it's a part of their daily life. |
| | Κάποιοι ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα μόνο στις γιορτές, ενώ για άλλους αυτά αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους. |