• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: curled up, curl up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curled up,
curled-up
adj
(edge, corner: rolled up)κουλουριασμένος, τυλιγμένος, μαζεμένος επίθ
 The edges of the old book were all curled up.
curled up,
curled-up
adj
(sitting cosily) (μεταφορικά)κουλουριασμένος, τυλιγμένος, μαζεμένος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 He found the dog all curled up and cozy in his bed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curl up vi phrasal (make yourself cozy) (μεταφορικά, αργκό)την πέφτω έκφρ
  αράζω ρ αμ
  χουχουλιάζω ρ αμ
 On a winter's evening, I like to curl up in front of the fire with a good book.
 Τα απογεύματα του χειμώνα μου αρέσει να αράζω μπροστά στο τζάκι με ένα καλό βιβλίο.
curl up vi phrasal (fold self into a ball)τυλίγομαι, κουλουριάζομαι ρ αμ
 The hedgehog curled up into a ball.
 Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε σε σχήμα μπάλας.
curl up vi phrasal (turn upwards at the edge)σγουραίνω, κατσαρώνω ρ αμ
 The leaves of the plant went brown and began to curl up.
 Τα φύλλα του φυτού έγιναν καφέ και άρχισαν να κατσαρώνουν (or: να σγουραίνουν).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'curled up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση curled up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «curled up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!