WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| creep up vi phrasal | (approach stealthily) | πλησιάζω αθόρυβα ρ μ + επίρ |
| | When Gary crept up and tapped me on the shoulder, I jumped. |
| | Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο. |
| creep up vi phrasal | informal, figurative (increase gradually) (μεταφορικά, καθομ) | σκαρφαλώνω ρ αμ |
| | | αυξάνομαι ρ αμ |
| | | ανεβαίνω ρ αμ |
| | (κατά λέξη) | αυξάνομαι σταδιακά ρ αμ + επίρ |
| | House prices have crept up by several thousand since we bought our home. |
| | Από τότε που αγοράσαμε το σπίτι μας, οι τιμές κατοικίας ανέβηκαν κατά αρκετές χιλιάδες. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
| creep up on [sb/sth] vi phrasal + prep | (approach stealthily) | εμφανίζομαι ξαφνικά ρ αμ + επίρ |
| | She startled her sister by creeping up on her and shouting "Boo!" |
| | Τρόμαξε την αδερφή της με το να εμφανιστεί ξαφνικά και να φωνάξει «Μπου!» |
| creep up on [sb] vi phrasal + prep | figurative (fact, situation: arrive unforeseen) | έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά ρ αμ + επίρ |
| | | κτ με βρίσκει απροετοίμαστο περίφρ |
| | | κτ με φέρνει προ εκπλήξεως περίφρ |
| | You had better start working now; don't let the deadline creep up on you. |
| | Καλύτερα να ξεκινήσεις να δουλεύεις τώρα. Μην αφήσεις την προθεσμία να σε βρει απροετοίμαστο. |