WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| cosigner n | ([sb] who signs a document jointly) | συνυπογράφων μτχ ενεστ |
| Σχόλιο: ο συνυπογράφων, η συνυπογράφουσα |
Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "cosigner" στο Greek φόρουμ.Cosigner - English Only forum
- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cosigner».
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά