WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| conferred adj | (granted, given) | που έχει δοθεί περίφρ |
| | | που έχει παρασχεθεί περίφρ |
| | | παρασχεθείς μτχ ενεστ |
| | | που έχει απονεμηθεί περίφρ |
| | Every one of the country's citizens enjoys the conferred rights. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| confer⇒ vi | (discuss) | συσκέπτομαι ρ αμ |
| | None of the committee members are in their offices now; they are conferring. |
| confer with [sb] vi + prep | (consult, discuss with) | συζητάω κτ με κπ, συζητώ κτ με κπ ρ μ + πρόθ |
| | | συμβουλεύομαι ρ μ |
| | (πολιτική: θεσμικά πρόσωπα) | διαβουλεύομαι με κπ, διασκέπτομαι με κπ ρ μ + πρόθ |
| | One should confer with one's spouse before making large purchases. |
| | Όταν θέλει κανείς να προβεί σε κάποια μεγάλη αγορά, καλόν είναι να το συζητά με τη γυναίκα του. |
| | Όταν θέλει κανείς να προβεί σε κάποια μεγάλη αγορά, καλόν είναι να συμβουλεύεται τη γυναίκα του. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κυβέρνηση διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς φορείς για το ασφαλιστικό. |
| confer [sth] on/upon [sb]⇒ vtr | (give or bestow [sth]) (τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ) | απονέμω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | (δικαίωμα, δυνατότητα κλπ) | παρέχω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | | δίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | (ιδιότητα) | προσδίδω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | The president conferred the medal of honor upon the soldier. |