commodity

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kəˈmɒdɪti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kəˈmɑdɪti/ ,USA pronunciation: respelling(kə modi tē)

Inflections of 'commodity' (n): npl: commodities
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
commodity n (trade: product)προϊόν, εμπόρευμα, αγαθό ουσ ουδ
 The country is famous for commodities such as clothing and jewelry.
 Η χώρα είναι γνωστή για αγαθά όπως ρούχα και κοσμήματα.
commodity n (economics: raw material)αγαθό ουσ ουδ
  προϊόν ουσ ουδ
 Grains are the country's main export commodity.
 Τα δημητριακά είναι το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
commodity n ([sth] valuable or desirable)αγαθό ουσ ουδ
  προνόμιο ουσ ουδ
  πολυτέλεια ουσ θηλ
 In this busy world, free time has become a commodity that all too few of us enjoy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'commodity' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: works in the commodities [market, exchange], commodity [prices, groups, production], is a commodity [agent, broker, dealer], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση commodity στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «commodity».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!