• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
come with [sb] vi + prep (accompany)έρχομαι μαζί με κπ έκφρ
  συνοδεύω ρ μ
 I'm leaving now. Are you going to come with me or not?
 Φεύγω τώρα. Θα έρθεις μαζί μου ή όχι;
 Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι;
come with [sth] vi + prep informal (entail, necessitate)συνεπάγομαι ρ μ
 Success comes with hard work.
 Η επιτυχία συνεπάγεται σκληρή δουλειά.
come with [sth] vi + prep informal (be accompanied by)συνοδεύομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (τρόφιμα)σερβίρομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 Does the hamburger come with fries?
 Αυτό το χάμπουργκερ συνοδεύεται από πατάτες;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
come along with [sb] vi phrasal + prep (accompany)πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ περίφρ
  συνοδεύω κπ ρ μ
 Nancy came along with us to the park.
 Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο.
come back with [sth] vi phrasal + prep informal (retort)απαντώ με κτ ρ αμ + πρόθ
  (απάντηση)δίνω ρ μ
 James wanted to come back with a witty retort, but couldn't think of one.
 Ο Τζέιμς ήθελε να απαντήσει με έξυπνο τρόπο, αλλά δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι.
come down with [sth] vi phrasal + prep figurative, informal (fall ill)αρρωσταίνω ρ αμ
  παθαίνω ρ αμ
Σχόλιο: Όσον αφορά το κρυολόγημα, συνήθως λέμε απλά «κρύωσα» ή «κρυολόγησα».
 I've just come down with a cold.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση.
come out with [sth] vtr phrasal insep informal (say, utter) (καθομιλουμένη)ξεστομίζω ρ μ
  (μεταφορικά)ξεφουρνίζω ρ μ
  (αργκό)τσαμπουνάω ρ μ
 I couldn't believe she came out with that remark.
 Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο.
come out with [sth] vtr phrasal insep (introduce: new product)λανσάρω ρ μ
  κυκλοφορώ, βγάζω ρ μ
 The company has come out with a new miracle drug.
 Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.
come up with [sth] vi phrasal + prep informal (devise, invent)βρίσκω ρ μ
  καταστρώνω ρ μ
 I'll have to come up with a plan.
 Θα πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο.
come up with [sth] vi phrasal + prep informal (deliver, produce)βρίσκω ρ μ
 Will you be able to come up with the cash by the end of the month?
 Θα μπορέσεις βρεις να τα χρήματα μέχρι το τέλος του μήνα;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
come face to face with v expr literal, figurative (be confronted by, meet [sb], [sth](κυριολεκτικά ή μεταφορικά)έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο έκφρ
 I knew that at some point, I would have to come face to face with my ex.
come in contact with [sth],
come into contact with [sth]
v expr
(be exposed to: [sth] harmful)εκτίθεμαι σε κάτι ρ αμ
 I phoned the doctor as soon as I found out I had come in contact with someone who had Swine Flu.
 Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή.
come in contact with [sb],
come into contact with [sb]
v expr
(meet: [sb])γνωρίζω, συναντώ κάποιον ρ μ
come to an agreement with [sb] v expr (resolve a dispute)συμφωνώ ρ αμ
  έρχομαι σε συμφωνία περίφρ
  καταλήγω σε συμφωνία περίφρ
  (καθομιλουμένη)τα βρίσκω με κπ έκφρ
 It was a long hard battle but we finally came to an agreement with each other.
 Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας.
come to an agreement with [sb] v expr (agree to terms)συμφωνώ ρ αμ
  έρχομαι σε συμφωνία έκφρ
  καταλήγω σε συμφωνία έκφρ
  (καθομιλουμένη)τα βρίσκω με κπ έκφρ
 I came to an agreement with my ex-wife that I would watch the kids on the weekends.
 Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα.
come to grips with [sth],
get to grips with [sth]
v expr
informal, figurative (understand)καταλαβαίνω, κατανοώ ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)πιάνω ρ μ
 One must read a work of philosophy several times in order to come to grips with it.
 Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει.
come to grips with [sth],
get to grips with [sth]
v expr
informal, figurative (master)τα καταφέρνω με κτ περίφρ
  βγάζω άκρη με κτ περίφρ
 When I had finally come to grips with algebra, I began to learn calculus.
come to grips with [sth],
get to grips with [sth]
v expr
informal, figurative (deal with, accept)αποδέχομαι ρ μ
  συμφιλιώνομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 It was difficult to come to grips with my parents' tragic deaths.
come to grips with [sb] v expr dated (be in close combat with)αντιμετωπίζω ρ μ
come to terms with [sth] v expr figurative (accept)αποδέχομαι ρ μ
  συμβιβάζομαι με κτ ρ μ + πρόθ
 It took Rich years to come to terms with the death of his father.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'come with' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση come with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «come with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!