cohort

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkəʊhɔːrt/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kōhôrt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cohort n (entourage, group)συνοδεία, ακολουθία, κουστωδία ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κύκλος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)περιβάλλον ουσ ουδ
 She arrived with her usual cohort of flunkeys and hangers-on.
 Έφθασε με τη συνηθισμένη συνοδεία της από κόλακες και παρατρεχάμενους.
cohort n usu pejorative (associate)κουστωδία ουσ θηλ
 At least three of his cohorts have been accused of serious crimes, and I don't trust him either.
 Τουλάχιστον τρία άτομα της κουστωδίας του έχουν κατηγορηθεί για σοβαρά εγκλήματα και επιπλέον δεν τον εμπιστεύομαι.
cohort n (statistical study group)ομάδα ουσ θηλ
  στατιστική ομάδα, στατιστική υποομάδα επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)κοόρτη ουσ θηλ
  σειρά ουσ θηλ
 They surveyed a cohort of new mothers to gauge whether postnatal depression was more prevalent among younger or older women.
 Ερεύνησαν μια ομάδα νεαρών μητέρων προκειμένου να εκτιμήσουν εάν η επιλόχεια κατάθλιψη ήταν πιο συνηθισμένη στις νεαρές ή πιο μεγάλες ηλικιακά γυναίκες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: and his cohorts, a cohort of [admirers, fans, supporters], the [thief's, criminal's] cohorts, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cohort στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cohort».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!