WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
cohort n | (entourage, group) | συνοδεία, ακολουθία, κουστωδία ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | κύκλος ουσ αρσ |
| (μεταφορικά) | περιβάλλον ουσ ουδ |
| She arrived with her usual cohort of flunkeys and hangers-on. |
| Έφθασε με τη συνηθισμένη συνοδεία της από κόλακες και παρατρεχάμενους. |
cohort n | usu pejorative (associate) | κουστωδία ουσ θηλ |
| At least three of his cohorts have been accused of serious crimes, and I don't trust him either. |
| Τουλάχιστον τρία άτομα της κουστωδίας του έχουν κατηγορηθεί για σοβαρά εγκλήματα και επιπλέον δεν τον εμπιστεύομαι. |
cohort n | (statistical study group) | ομάδα ουσ θηλ |
| | στατιστική ομάδα, στατιστική υποομάδα επίθ + ουσ θηλ |
| (επίσημο) | κοόρτη ουσ θηλ |
| | σειρά ουσ θηλ |
| They surveyed a cohort of new mothers to gauge whether postnatal depression was more prevalent among younger or older women. |
| Ερεύνησαν μια ομάδα νεαρών μητέρων προκειμένου να εκτιμήσουν εάν η επιλόχεια κατάθλιψη ήταν πιο συνηθισμένη στις νεαρές ή πιο μεγάλες ηλικιακά γυναίκες. |