• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: cognoscente, cognoscenti

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cognoscente,
plural: cognoscenti
n
Italian (knowledgeable person, connoisseur)γνώστης, γνώστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  ειδικός επίθ ως ουσ
  εμπειρογνώμονας, επειρογνώμων ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cognoscenti npl Italian (experts)οι γνώστες ουσ αρσ πλ
  οι καλά γνωρίζοντες ουσ αρσ πλ
  οι ειδήμονες ουσ αρσ πλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cognoscente στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cognoscente».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!