• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
citronella n (herb: lemon grass) (φυτό)σιτρονέλα ουσ θηλ
  λεμονόχορτο ουσ ουδ
  κιτρονέλλα ουσ θηλ
citronella n (fragrant citrus oil)σιτρονέλα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
citronella oil n (essence of lemongrass)αιθέριο έλαιο λεμονόχορτου, αιθέριο έλαιο σιτρονέλλας φρ ως ουσ ουδ
  αιθέριο έλαιο κιτρονέλλης, αιθέριο έλαιο κιτρονέλλας φρ ως ουσ ουδ
  σιτρονέλα ουσ θηλ
 Citronella oil is used in aromatherapy to ease fatigue.
 In Africa, people use citronella oil to keep mosquitoes away.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση citronella στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «citronella».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!