Σε αυτή τη σελίδα: circuit breaker, circuit-breaker

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
circuit breaker n (electrical device)διακόπτης ουσ αρσ
  αυτόματος διακόπτης επίθ + ουσ αρσ
  διακόπτης κυκλώματος φρ ως ουσ αρσ
 A loose connection kept causing the circuit breaker to trip.
circuit breaker n figurative, US (tax relief)φοροαπαλλαγή ουσ θηλ
  έκπτωση φόρου φρ ως ουσ θηλ
 The circuit breaker meant the elderly lady had enough money to visit her kids.
circuit breaker n figurative (strict measures to reduce infection) (μεταφορικά)διακόπτης ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
circuit-breaker n as adj figurative (strict measures to reduce infection)μέτρο ανάσχεσης της εξάπλωσης φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The government announced a two-week circuit-breaker lockdown.
 Η κυβέρνηση ανακοίνωσε lockdown δύο εβδομάδων ως μέτρο ανάσχεσης της εξάπλωσης της νόσου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'circuit breaker' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [an electrical, a fluvial, a system, a railway] circuit breaker, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση circuit breaker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «circuit breaker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!