• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chain n (links)αλυσίδα ουσ θηλ
 The prisoners' ankles were bound together with chains.
 Οι αστράγαλοι του φυλακισμένου ήταν δεμένοι με αλυσίδες.
chain n (necklace)αλυσίδα ουσ θηλ
 Ida wore a simple silver chain around her neck.
 Η Άιντα φορούσε μια απλή ασημένια αλυσίδα στον λαιμό της.
chain n (company with branches) (μεταφορικά: εταιρεία)αλυσίδα ουσ θηλ
 This city has more chains than independently-owned shops.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η νέα αλυσίδα σουπερμάρκετ έχει φέρει τα πάνω κάτω στον χώρο, με τις προσφορές που έχει.
chain [sth/sb] to [sth/sb] vtr + prep (connect, link)δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα έκφρ
  αλυσοδένω κτ/κπ σε κτ/κπ ρ μ + πρόθ
  (λιγότερη ακρίβεια)δένω κτ/κπ σε κτ/κπ ρ μ + πρόθ
 When you park your bike, remember to chain it to a bike rack or tree.
 Όταν παρκάρεις το ποδήλατό σου θυμήσου να το δένεις με αλυσίδα σε μια ράμπα ποδηλάτων ή σε ένα δέντρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chain n as adj (chain-like)αλυσιδωτός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ball and chain n (ball chained to prisoner's leg) (στα πόδια κρατουμένου)μπάλα ουσ θηλ
  σιδερένια μπάλα επίθ + ουσ θηλ
ball and chain n figurative (restraint, obstacle) (μεταφορικά)ζυγός ουσ αρσ
  (μεταφορικά)δεσμά ουσ ουδ πλ
ball and chain n slang (wife) (μεταφορικά)το στεφάνι μου έκφρ
bike chain,
bicycle chain
n
informal (roller chain on bicycle) (ποδήλατο)αλυσίδα ουσ θηλ
 The cyclist had to pull over because her bike chain had come off.
chain drive n (mechanism: roller chain)αλυσίδα κίνησης φρ ως ουσ θηλ
  κινητήρια αλυσίδα επίθ + ουσ θηλ
  αρθρωτή αλυσίδα με ράουλα, αρθρωτή αλυσίδα με κυλίνδρους φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)αλυσίδα ουσ θηλ
 My first motorcycle had a chain drive and I had to remember to check the tension.
 The chain drive on a bicycle transfers power from the pedals to turn the wheels.
 Η πρώτη μου μοτοσικλέτα είχε αλυσίδα κίνησης, και έπρεπε να θυμάμαι να ελέγχω την τάση. // Η αλυσίδα κίνησης σε ένα ποδήλατο μεταφέρει την ενέργεια από τα πετάλια για την περιστροφή των τροχών.
chain gang n (prisoners chained together to work)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: δεν υπάρχει αντιστοιχία
 The prisoners on the chain gang were sent to break up rocks in the quarry.
chain letter (ongoing letter)αλυσιδωτή επιστολή επίθ + ουσ θηλ
chain mail,
chainmail
n
(type of armor)αλυσόπλεκτος θώρακας, σιδερόπλεχτος θώρακας επίθ + ουσ αρσ
 The knight wore a bronze helmet and a suit of chain mail armour.
chain novel n (story authored collectively)μυθιστόρημα πολλών συγγραφέων που γράφουν διαδοχικά από ένα κεφάλαιο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
chain of command n (hierarchy)ιεραρχία ουσ θηλ
  ιεραρχική κλίμακα φρ ως ουσ θηλ
 Orders travel along the chain of command from the headquarters to the soldiers in the field.
chain of events n (series of occurrences)σειρά γεγονότων φρ ως ουσ θηλ
  αλυσίδα γεγονότων φρ ως ουσ θηλ
  (πιο απλά)τα γεγονότα άρθ ορ + ουσ ουδ πλ
chain reaction n (sequence of cause and effect)αλυσιδωτή αντίδραση επίθ + ουσ θηλ
 In the blinding snow, one car hit another and caused a chain reaction; the accident ended up involving six cars on Highway 40.
chain smoker,
chainsmoker,
chain-smoker
n
figurative (person: smokes heavily)μανιώδης καπνιστής ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)φουγάρο ουσ ουδ
 I would class myself as a heavy smoker rather than a chain smoker.
chain smoker,
chainsmoker,
chain-smoker
n
(person: lights cigarette with previous)μανιώδης καπνιστής ουσ αρσ
 Chain smokers smoke non-stop all day from the moment they awake to the moment they go to bed.
chain smoking n (lighting cigarette with previous)μανιώδες κάπνισμα επίθ + ουσ ουδ
  το να ανάβω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
chain smoking n figurative (smoking heavily)μανιώδες κάπνισμα επίθ + ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The first step to improve your cardiac health, Mr. Johnson, is to cut out the chain smoking.
 Το πρώτο βήμα για να βελτιώσετε την υγεία της καρδιάς σας, κ. Τζόνσον, είναι να κόψετε το μανιώδες κάπνισμα.
chain-smoking adj (lights cigarette with previous)που καπνίζει μανιωδώς έκφρ
chain-smoking adj figurative (smokes heavily)που καπνίζει μανιωδώς έκφρ
 He was a typical fast-talking, chain-smoking, streetwise hustler.
 Ήταν ένας τυπικός περπατημένος καταφερτζής που μιλούσε γρήγορα και κάπνιζε μανιωδώς.
chain store n (shop with many branches) (καταστημάτων)αλυσίδα ουσ θηλ
 Chain stores have been the death of independent retailers.
chain [sth] up,
chain up [sth]
vtr + adv
(secure with a chain)δένω με αλυσίδα περίφρ
chain [sb/sth] up,
chain up [sb/sth]
vtr + adv
(restrain with a chain)αλυσοδένω ρ μ
chain up vi + adv US (vehicle: snow chains)βάζω αλυσίδες ρ μ + ουσ θηλ πλ
chain-up adj US (for snow chains)για τοποθέτηση αλυσίδων περίφρ
 This highway provides a chain-up area, so drivers can stop and put their snow chains on.
chain-link fence n (wire enclosure)συρμάτινος φράχτης ουσ αρσ
 Private tennis courts are usually surrounded with chain-link fences.
chain-smoke vi (light cigarette with previous)καπνίζω το ένα μετά το άλλο περίφρ
  καπνίζω μανιωδώς, καπνίζω ασταμάτητα ρ αμ + επίρ
chain-smoke [sth] vtr (light with previous)καπνίζω το ένα μετά το άλλο περίφρ
  (για αριθμό)καπνίζω ... τσιγάρα στη σειρά περίφρ
 She chain-smoked three cigarettes as she waited anxiously outside.
chain-smoke vi figurative (smoke heavily)καπνίζω μανιωδώς ρ αμ + επίρ
  είμαι μανιώδης καπνιστής περίφρ
chainsaw,
chain saw
n
(motorized cutting tool)αλυσοπρίονο ουσ ουδ
 The cat and dog ran when they heard the sound of the chainsaw.
 Η γάτα και ο σκύλος έτρεξαν όταν άκουσαν τον ήχο του αλυσοπρίονου.
chainsaw [sth],
chain-saw [sth]
vtr
(cut with a chainsaw)κόβω κτ με αλυσοπρίονο περίφρ
 The crew chainsawed the downed tree branches into small pieces.
daisy chain n (flowers linked together)κολιέ με μαργαρίτες φρ ως ουσ ουδ
 The girls made a daisy chain from flowers they picked in the meadow.
daisy chain n figurative (devices, actions: linked) (μεταφορικά)αλυσιδωτή αντίδραση επίθ + ουσ θηλ
daisy-chain n as adj figurative (linked, repeating)αλυσιδωτός επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective
door chain n (metal security device for a door)αλυσίδα πόρτας φρ ως ουσ θηλ
 Don't depend on a door chain as your only lock.
food chain n (hierarchy of organisms)τροφική αλυσίδα ουσ θηλ
 Plankton are at the bottom of the marine food chain.
island chain n (archipelago: group of islands)νησιωτικό σύμπλεγμα έκφρ
 The Hawaiian Islands are an excellent example of an island chain.
key chain,
keychain
n
(fob for attaching keys)μπρελόκ ουσ ουδ άκλ
 I got my dad a souvenir key chain from Paris.
mountain chain (geology)οροσειρά ουσ θηλ
off the chain adj UK, slang (wildly entertaining) (αργκό)έχει τρελό κέφι, έχει τζέρτζελο έκφρ
Σχόλιο: Τα επίθετα «σούπερ» και «γαμάτος» χρησιμοποιούνται γενικότερα για έκφραση ικανοποίησης ή αρέσκειας.
pain chain n informal, figurative (vicious circle or cycle) (μεταφορικά, αργκό)λούκι ουσ ουδ
  φαύλος κύκλος φρ ως ουσ αρσ
pain chain n (tedious procedure or process) (μεταφορικά, αργκό)λούκι ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομ)βραχνάς ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπελάς ουσ αρσ
retail chain n (shop with multiple branches)αλυσίδα καταστημάτων φρ ως ουσ θηλ
straight-chain n (chemistry: unbranched chain of organic molecules) (χημεία)ευθεία αλυσίδα φρ ως ουσ θηλ
supply chain n (process of manufacture and sale)εφοδιαστική αλυσίδα ουσ θηλ
 All it takes is a truckers' strike to break the supply chain.
 Μια απεργία των φορτηγατζήδων φτάνει για να σπάσει την εφοδιαστική αλυσίδα.
timing chain (machinery)ιμάντας χρονισμού φρ ως ουσ αρσ
value chain n (business: series of activities that add value to final product)αλυσίδα αξίας φρ ως ουσ θηλ
watch chain n (metal chain of a pocket watch) (ρολογιού)αλυσίδα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chains' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chains στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chains».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!