captivating

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkæptɪveɪtɪŋ/

From the verb captivate: (⇒ conjugate)
captivating is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: captivating, captivate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
captivating adj (attractive, fascinating)σαγηνευτικός, γοητευτικός επίθ
 We enjoyed a captivating performance of "Hamlet".
 Απολαύσαμε μια σαγηνευτική παράσταση του «Άμλετ».
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
captivate [sb] vtr (charm, fascinate)γοητεύω, σαγηνεύω ρ μ
  (μεταφορικά)αιχμαλωτίζω, ξελογιάζω ρ μ
 Many people are captivated by the actress, but I don't see her appeal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'captivating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση captivating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «captivating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!