• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: capsizing, capsize

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
capsizing n (boat: overturning)αναποδογύρισμα ουσ ουδ
  ανατροπή ουσ θηλ
 After the capsizing of the boat, five sailors were rescued from the sea.
capsizing adj (boat: overturning)αναποδογυρισμένος μτχ πρκ
  τουμπαρισμένος μτχ πρκ
  που έχει ανατραπεί περίφρ
 All the passengers escaped safely from the capsizing ship.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
capsize vi (overturn: boat)ανατρέπομαι ρ αμ
  αναποδογυρίζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)τουμπάρω ρ αμ
 When the ferry capsized, 28 people drowned.
capsize [sth] vtr (boat: cause to overturn)αναποδογυρίζω ρ μ
  ανατρέπω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τουμπάρω ρ μ
 He stood up in the side of the boat and capsized it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση capsizing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «capsizing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!