Σε αυτή τη σελίδα: capital letter, cap
Ο όρος 'capital letter' παραπέμπει στον όρο 'cap'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'capital letter' is cross-referenced with 'cap'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
capital letter n often plural (alphabet: upper-case)κεφαλαίο γράμμα επίθ + ουσ ουδ
 Sentences must start with a capital letter and end with a full stop.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cap n (top, lid: bottle)πώμα, καπάκι ουσ ουδ
 Because of her arthritis, Rita struggled to get the cap off the bottle.
 Λόγω της αρθρίτιδάς της, η Ρίτα δυσκολεύεται να βγάλει το καπάκι του μπουκαλιού.
cap n (top: pen) (στυλό)καπάκι ουσ ουδ
 I lost the cap for my pen.
 Έχασα το καπάκι για το στυλό μου.
cap n (upper limit) (ανώτατο όριο)πλαφόν ουσ ουδ
  (μεταφορικά)οροφή ουσ θηλ
 The government set a cap on military spending.
 Η κυβέρνηση έθεσε πλαφόν στα στρατιωτικά έξοδα.
cap n (hat) (για το χειμώνα, πλεκτό)σκούφος ουσ αρσ
  σκουφί ουσ ουδ
  (μαλακό καπέλο με γείσο)κασκέτο, πηλήκιο, πηλίκιο ουσ ουδ
  (παλαιό: κυρίως εργατών)τραγιάσκα ουσ θηλ
 The newsboy wore a warm cap on his head.
 Το παιδί με τις εφημερίδες φορούσε ένα ζεστό σκούφο στο κεφάλι του.
cap [sth] vtr (set upper limit) (για κάτι)ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριο περίφρ
  βάζω πλαφόν, βάζω ανώτατο όριο περίφρ
 The manager capped spending at $50,000.
 Ο διευθυντής επέβαλε πλαφόν εξόδων σε χαμηλά επίπεδά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cap n (toy explosive)δυναμιτάκι, μπομπάκι ουσ ουδ
 He threw some caps on the ground and they exploded.
cap n (decorative top)κορυφή ουσ θηλ
 The cap of the post was made of copper.
cap n (sports: playing for national team)εμφάνιση με την εθνική ομάδα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται περιφραστικά, π.χ. Έπαιξε 39 φορές με την εθνική της Αγγλίας πριν αποσυρθεί.
 He won 39 caps for England before retiring.
cap n US (hat worn at graduation)καπέλο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)καπέλο αποφοίτησης φρ ως ουσ ουδ
 All of the students tossed their caps in the air at the end of the graduation ceremony.
cap n abbreviation, informal (captain)καπετάνιος ουσ αρσ
  (σε ομάδα)αρχηγός ουσ αρσ
 The cap did his best to keep up morale among his squadron.
caps npl abbreviation (capital letters)κεφαλαία επίθ ως ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)μεγάλα επίθ ως ουσ ουδ πλ
 The title of the book should be in caps.
cap vi US, slang (lie)λέω ψέματα έκφρ
  (αργκό)λέω φούμαρα έκφρ
cap [sth] vtr (put a lid on)βάζω καπάκι περίφρ
  (σε μπουκάλι)βάζω πώμα περίφρ
  (καθομιλουμένη)καπακώνω ρ μ
 She capped the bottle.
cap [sb] vtr (player: play for national team)επιλέγω ρ μ
  (ζητάω τη συμμετοχή)καλώ ρ μ
 She's been capped 6 times for England and she's only 19.
 Την έχουν επιλέξει 6 φορές για την εθνική Αγγλίας και είναι μόλις 19 ετών.
 Την έχουν καλέσει 6 φορές στην εθνική Αγγλίας και είναι μόλις 19 ετών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
cap | capital letter
ΑγγλικάΕλληνικά
cap [sth] off vtr phrasal sep informal (round off, finish)τελειώνω ρ μ
  ολοκληρώνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cap | capital letter
ΑγγλικάΕλληνικά
a feather in your cap n figurative (achievement) (μεταφορικά)άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου φρ ως ουσ ουδ
ball cap n (baseball)καπέλο ουσ ουδ
  τζόκεϊ ουσ ουδ άκλ
baseball cap,
ball cap
n
(peaked sports hat)τζόκεΐ ουσ ουδ άκλ
  καπέλο τζόκεϊ φρ ως ουσ ουδ
  καπέλο μπέιζμπολ φρ ως ουσ ουδ
 The girl wore a baseball cap bearing the logo of her favorite team.
bottle cap n (metal, screw-top lid)καπάκι ουσ ουδ
 There are people who collect bottle caps.
cap and gown n (formal academic clothing)τήβεννος ουσ θηλ
cap eraser n (rubber: on pencil)γόμα που μπαίνει την άκρη μολυβιού
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 A cap eraser will fit on the end of most pencils.
cap in hand expr figurative, informal (in a humble or needy way)ταπεινά επίρ
  (φτώχεια)σαν να ζητώ ελεημοσύνη έκφρ
 Business owners affected by the pandemic were forced to apply, cap in hand, for government handouts.
cap screw (mechanics)κεφαληφόρος κοχλίας επίθ + ουσ αρσ
cap sleeve (short sleeve) (γυναικείο ρούχο)πολύ κοντό μανίκι φρ ως ουσ ουδ
cap-and-trade adj (denoting carbon trading)της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής περίφρ
cap'n n abbreviation, informal (captain)καπετάνιος ουσ αρσ
  (ως μέρος ονόματος)καπετάν ουσ αρσ
cradle cap n (baby: scalp inflammation)σμηγματόρροια του τριχωτού του κεφαλιού φρ ως ουσ θηλ
  σμηγματόρροια του τριχωτού της κεφαλής φρ ως ουσ θηλ
distributor cap n (engine shaft cover)καπάκι διανομέα φρ ως ουσ ουδ
drop cap n abbreviation (dropped capital)αρχίγραμμα ουσ ουδ
dunce cap,
dunce's cap,
dunce hat,
dunce's hat
n
historical (pointed hat worn as punishment)μυτερό καπέλο σε σχήμα κώνου που το φορούσαν ως τιμωρία στους κακούς μαθητές
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
dust cap n (telescope, camera: lens cover)κάλυμμα φακού φρ ως ουσ ουδ
  καπάκι φακού φρ ως ουσ ουδ
flat cap,
flatcap
n
(man's cloth cap)τραγιάσκα ουσ θηλ
 The old man was wearing a flat cap.
go cap in hand v expr figurative (beg, ask for [sth](μεταφορικά)ζητώ κτ γονυπετής ρ μ + επίρ
  ζητώ ρ μ
  εκλιπαρώ για κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)ζητιανεύω ρ μ
go cap in hand to [sb] v expr figurative (beg, ask for [sth](μεταφορικά)ζητώ γονυπετής κτ από κπ έκφρ
  ζητώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  εκλιπαρώ κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  (μεταφορικά)ζητιανεύω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
ice cap,
ice-cap
n
(small ice mass in high area)παγοκάλυμμα ουσ ουδ
  κάλλυμα πάγου φρ ως ουσ ουδ
 An ice cap sat atop Mt. Kilimanjaro.
icecap,
ice cap
n
(ice mass covering a mountain)παγοκάλυμμα ουσ ουδ
 The hikers took an alternate route to avoid the icecap.
 An ice cap sat atop Mt. Kilimanjaro.
"if the shoe fits,
wear it" (US),
"if the cap fits,
wear it" (UK)
expr
figurative (you should accept truth of criticism)όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά έκφρ
  δέξου την αλήθεια έκφρ
  μην το αρνείσαι έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες εναλλακτικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση.
kneecap n (patella, knee bone)επιγονατίδα ουσ θηλ
 John went to the doctor because he found a lump on his kneecap.
mob cap,
mob-cap,
mobcap
n
historical (women's bonnet) (παλιότερης εποχής, γυναικεία)σκούφια ουσ θηλ
nightcap n (alcoholic drink)τελευταίο βραδινό ποτό περίφρ
 Would you like to come to my place for a nightcap?
nightcap n (hat worn for sleep)σκουφάκι ύπνου περίφρ
 My grandfather wears a nightcap to bed.
protective cap n (lid of a tube, jar or bottle)καπάκι ουσ ουδ
 The protective cap is supposedly hard for children to get off, but I can't get it off either!
put your thinking cap on v expr figurative (think hard or creatively) (μεταφορικά)στύβω το μυαλό μου έκφρ
  βάζω το μυαλό μου να δουλέψει έκφρ
 We need to put our thinking caps on to solve this problem.
riding cap n (soft hat worn for horse-riding)καπέλο ιππασίας φρ ως ουσ ουδ
 Riding caps aren't worn here any more; nowadays, everyone wears a helmet.
screw cap n (lid that is secured by twisting)βιδωτό καπάκι ουσ ουδ
 Screw caps can be difficult to open for people with severe arthritis.
shower cap n (head covering worn in shower)σκουφάκι για το μπάνιο φρ ως ουσ ουδ
 Fiona didn't want to get her hair wet in the shower, so she put on her shower cap.
snapback,
snapback cap
n
US (baseball cap)τζόκεϊ ουσ ουδ άκλ
  καπέλο με ίσιο γείσο φρ ως ουσ ουδ
  καπέλο snapback φρ ως ουσ ουδ
stocking cap n (knitted cap)σκουφάκι, σκουφί ουσ ουδ
  πλεκτός σκούφος επίθ + ουσ αρσ
  σκούφος ουσ αρσ
swim cap (US),
swimming cap,
swimming hat (UK)
n
(swimmer's waterproof hat)σκουφάκι ουσ ουδ
  (κατά λέξη)σκουφάκι κολύμβησης φρ ως ουσ ουδ
thinking cap n figurative (state of serious thought)στύβω το μυαλό μου εκφρ
 We were all wearing our thinking caps, but we still couldn't come up with a solution. Thinking caps are needed here, chaps!
to cap it all,
to top it all
expr
figurative, informal (in addition to all that)σαν να μην έφτανε αυτό έκφρ
 While I was arguing with my brother, I had left the tap running and it flooded the bathroom, then to top it all I slipped on the wet floor and hit my head.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'capital letter' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση capital letter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «capital letter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!