• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: canted, cant

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
canted adj (having angles)με γωνίες περίφρ
  γωνιώδης επίθ
 The bolts have canted heads.
canted adj (sloping)επικλινής επίθ
  με κλίση περίφρ
 There were a few canted gravestones in the small churchyard.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cant n (empty or insincere talk) (αποδοκιμασίας)αερολογία ουσ θηλ
  (παραπλάνηση)υποκριτικά λόγια φρ ως ουσ ουδ
 The speech was filled with cant and didn't inspire anyone.
cant n (jargon)ζαργκόν ουσ θηλ άκλ
  εξειδικευμένη ορολογία, εξειδικευμένη γλώσσα μτχ πρκ + ουσ θηλ
 Some professions have their own cant.
cant vi (tilt)γέρνω ρ αμ
  μπατάρω ρ αμ
 The ship canted and Jenny lost her balance.
cant [sth] vtr (tilt)γέρνω ρ μ
  κλίνω ρ μ
  δίνω κλίση σε κτ περίφρ
 Stop canting your chair--you'll tip over!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cant n (slope, tilt)κλίση ουσ θηλ
 The tower is standing at a cant, like it's about to fall over.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση canted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «canted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!