burnished

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɜːrnɪʃt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: burnished, burnish

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
burnished adj (rubbed smooth)γυαλισμένος μτχ πρκ
 Burnished brass is smooth and shiny.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
burnish vtr (rub smooth)γυαλίζω ρ μ
  λειαίνω ρ μ
  λουστράρω ρ μ
burnish n (smooth finish on surface)γυάλισμα ουσ ουδ
  λείανση ουσ θηλ
  λουστράρισμα ουσ ουδ
 Marla brought the silver spoons to an impressive burnish.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
burnish [sth] vtr (image, reputation: enhance)βελτιώνω ρ μ
  εξωραΐζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση burnished στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «burnished».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!