borrower

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɒrəʊər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
borrower n (person who borrows money)δανειολήπτης, δανειολήπτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  δανειζόμενος μτχ ενεστ
 The borrower will pay back the loan with 5% interest.
borrower n (person who borrows [sth])δανειζόμενος μτχ ενεστ
  (καθομιλουμένη)αυτός που δανείζεται περίφρ
 "Neither a borrower nor a lender be," as Polonius advised Hamlet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
borrower n (person who checks out library book)δανειζόμενος μτχ ενεστ
  δανειζόμενο μέλος μτχ ενεστ + ουσ ουδ
 This library book has only had three borrowers in five years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'borrower' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση borrower στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «borrower».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!