Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

bladder tangle


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο bladder παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: tangle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bladder n (anatomy: urinary sac)ουροδόχος κύστη επίθ + ουσ θηλ
  κύστη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)φούσκα ουσ θηλ
 Urine is stored in the bladder until it is full.
 Τα ούρα συγκεντρώνονται στην ουροδόχο κύστη μέχρι αυτή να γεμίσει.
bladder n as adj (affecting the bladder)της ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστεως περίφρ
  της κύστης περίφρ
 The doctor diagnosed a bladder infection.
 Ο γιατρός διέγνωσε μόλυνση της ουροδόχου κύστης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bladder n ([sth] inflatable) (που μπορεί να φουσκωθεί)ασκός ουσ αρσ
 The interior bladder keeps the device afloat.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
fuel bladder n (boat: type of storage tank)εύκαμπτη δεξαμενή καυσίμου περίφρ
gall bladder n (anatomy: organ which stores bile)χοληδόχος κύστη ουσ θηλ
 It's possible to develop stones in the gall bladder: these are called gall stones.
 Είναι πιθανόν να αναπτυχθούν πέτρες στη χοληδόχο κύστη, οι οποίες ονομάζονται χολόλιθοι.
gall operation,
gall bladder operation
n
(surgery to remove gallstones)εγχείρηση χολής φρ ως ουσ θηλ
swim bladder,
air bladder,
gas bladder
n
(zoology)νηκτική κύστη επίθ + ουσ θηλ
urinary bladder (anatomy)ουροδόχος κύστη επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bladder tangle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bladder tangle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!