• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
blackface n uncountable (makeup impersonating [sb] with Black skin)μαύρο μεικάπ περίφρ
  μεικάπ για να φαίνομαι μαύρος περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 These traditional folk dancers used to perform in blackface; these days, they paint their faces green or blue instead.
blackface n dated ([sb] made up to look Black)άτομο με πρόσωπο βαμμένο για να δείχνει μαύρος
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Blackfaces were a frequent feature of musical theatre in the late 19th century.
Blackface,
Blackface Sheep
n
invariable (type of sheep)αρνί blackface φρ ως ουσ ουδ
 A herd of Blackface was grazing on the hillside.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση blackface στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «blackface».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!