bisque

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/bɪsk/, /ˈbiːsk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/bɪsk/ ,USA pronunciation: respelling(bisk)

  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: bisque, biscuit
Ο όρος 'bisque' παραπέμπει στον όρο 'biscuit'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'bisque' is cross-referenced with 'biscuit'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bisque n (creamy seafood soup) (σούπα)μπισκ ουσ θηλ άκλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 This lobster bisque has a smooth, creamy texture.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
biscuit n UK (cookie)μπισκότο ουσ ουδ
 Biscuits are often served alongside tea.
 Τα μπισκότα συχνά προσφέρονται με τσάι.
biscuit n UK (cracker)κράκερ ουσ ουδ άκλ
  κρακεράκι ουσ ουδ
 Some biscuits should help to settle your stomach.
 Μερικά κράκερ θα σε βοηθήσουν να ηρεμήσεις το στομάχι σου.
biscuit n US (scone-like bread)ψωμάκι ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Biscuits come in many flavors today, such as sweet potato and cheddar.
 Τα ψωμάκια έχουν πολλές γεύσεις σήμερα, όπως γλυκοπατάτα και τσένταρ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
biscuit n (color: pale brown)ανοιχτό καφέ, απαλό καφέ επίθ + ουσ ουδ άκλ
  καφετί ουσ ουδ
  (κατά λέξη)το χρώμα του μπισκότου φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη: χρώμα)μπισκότο ουσ ουδ
 The walls in the living room were painted biscuit.
biscuit,
bisque
n
uncountable (unglazed porcelain) (κεραμική)μη εφυαλωμένη πορσελάνη περίφρ
  μη εφυαλωμένο κεραμικό περίφρ
 This 18th-century figurine is made in biscuit.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
biscuit | bisque
ΑγγλικάΕλληνικά
cookie cutter,
also UK: biscuit cutter
n
(tool for cutting dough into shapes) (φορμάκια για κόψιμο ζύμης)κουπ-πατ ουσ ουδ άκλ
  κουπάτ ουσ ουδ άκλ
 Mama used a cookie cutter to cut gingerbread men out of the dough.
 Η μαμά χρησιμοποίησε κουπ-πάτ, για να φτιάξει μπισκοτένια ανθρωπάκια από τη ζύμη.
cream cracker biscuit,
cream cracker
n
(savory biscuit)κριμ κράκερ ουσ ουδ άκλ
  cream cracker ουσ ουδ άκλ
dog biscuit n (biscuit for dogs)μπισκότο για σκύλους ουσ ουδ
ginger biscuit n UK (ginger-flavored cookie)μπισκότο με πιπερόριζα φρ ως ουσ ουδ
  μπισκότο με τζίντζερ φρ ως ουσ ουδ
hardtack,
sea biscuit
n
(hard unsalted biscuit) (φαγητό)γαλέτα ουσ θηλ
take the cake,
also UK: take the biscuit
v expr
figurative, informal (be uncalled for, excessive) (καθομιλουμένη)παραπάει ρ απρ
  αυτό παραπάει έκφρ
  ξεπερνάει τα όρια έκφρ
 Jack's idea to build his own observatory really takes the cake!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bisque στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bisque».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!