WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
barn n | (farm building) (για ζώα) | στάβλος ουσ αρσ |
| (για κότες) | κοτέτσι ουσ αρσ |
| (για σιτηρά κλπ) | αχυρώνας ουσ αρσ |
| Farms in the United States often feature bright red barns. |
| Οι φάρμες στις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά έχουν κατακόκκινους στάβλους. |
barn n | (big storage building) (κτήριο) | αποθήκη ουσ θηλ |
| Michael's parents keep their camper in a barn on their property. |
| Οι γονείς του Μάικλ έχουν το τροχόσπιτό τους μέσα σε μια αποθήκη στο κτήμα τους. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
barn n | (large unattractive building) (μεταφορικά) | έκτρωμα ουσ ουδ |
| | τέρας ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | πολύ άσχημο κτήριο |
| The city is going to tear down that old barn on the outskirts of town. |
barn n | (nuclear cross section unit) (μονάδα μέτρησης) | μπαρν, barn ουσ ουδ άκλ |
| The cross-section for a reaction in nuclear physics is measured in barns. |
barn n as adj | (raised, cultivated in barns) | του στάβλου περίφρ |
| | του αχυρώνα περίφρ |
| | από κοτέτσι περίφρ |
Σχόλιο: Η επιλογή γίνεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. |
| Fresh barn eggs are available at the farmers' market every Saturday. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: