WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| backpacking n | (travels with a rucksack) (για νεαρούς τουρίστες) | ταξίδι με σακίδιο πλάτης περίφρ |
| | Backpacking is the most economical way to travel. |
| | Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| backpack n | (rucksack) | σακίδιο ουσ ουδ |
| | | σακίδιο πλάτης φρ ως ουσ ουδ |
| | Simon prefers to take a backpack instead of a suitcase when he travels. |
| | Ο Σάιμον προτιμά να παίρνει ένα σακίδιο πλάτης αντί για βαλίτσα όταν ταξιδεύει. |
| backpack⇒ vi | (travel with rucksack) | ταξιδεύω με σακίδιο περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | κάνω backpacking περίφρ |
| | Jeremy backpacked across Asia after he graduated from college. |
| | Ο Τζέρεμυ ταξίδεψε όλη την Ασία με ένα σακίδιο πλάτης μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο. |
| backpack vi | (hike with rucksack) (με σακίδιο) | κάνω πεζοπορία περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | κάνω backpacking περίφρ |
| | Tammy backpacked for three days in the mountains. |
| | Η Τάμυ έκανε πεζοπορία για τρεις μέρες στα βουνά. |