backpacking

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbækpækɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: backpacking, backpack

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
backpacking n (travels with a rucksack) (για νεαρούς τουρίστες)ταξίδι με σακίδιο πλάτης περίφρ
 Backpacking is the most economical way to travel.
 Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
backpack n (rucksack)σακίδιο ουσ ουδ
  σακίδιο πλάτης φρ ως ουσ ουδ
 Simon prefers to take a backpack instead of a suitcase when he travels.
 Ο Σάιμον προτιμά να παίρνει ένα σακίδιο πλάτης αντί για βαλίτσα όταν ταξιδεύει.
backpack vi (travel with rucksack)ταξιδεύω με σακίδιο περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω backpacking περίφρ
 Jeremy backpacked across Asia after he graduated from college.
 Ο Τζέρεμυ ταξίδεψε όλη την Ασία με ένα σακίδιο πλάτης μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο.
backpack vi (hike with rucksack) (με σακίδιο)κάνω πεζοπορία περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω backpacking περίφρ
 Tammy backpacked for three days in the mountains.
 Η Τάμυ έκανε πεζοπορία για τρεις μέρες στα βουνά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση backpacking στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «backpacking».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!