• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: babydoll, baby doll

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
babydoll n (woman's top worn as nightwear)μπέϊμπι-ντολ, μπέιμπι ντολ ουσ ουδ άκλ
 She was wearing a babydoll and high-heeled slippers.
 Φορούσε μπέιμπι ντολ και ψηλοτάκουνες παντόφλες.
babydoll,
baby-doll
n
informal (term of endearment for a woman) (μεταφορικά, καθομ)μωράκι, μωρό ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομ)κουκλίτσα, κούκλα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
baby doll,
baby-doll
n
(doll resembling a baby)κούκλα μωρό φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση babydoll στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «babydoll».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!