WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
avocado, avocado pear, also US: alligator pear n | (fruit) | αβοκάντο ουσ ουδ άκλ |
| Karl loves to eat avocados with salt and a little lime juice. |
| Στον Καρλ αρέσει να τρώει αβοκάντο
με αλάτι και λίγο χυμό από μοσχολέμονο. |
avocado n | (yellowish-green color) | κιτρινοπράσινο επίθ ως ουσ |
| | πράσινο του αβοκάντο φρ ως ουσ ουδ |
| Karen likes green, but she doesn't care for avocado. |
| Στην Κάρεν αρέσει το πράσινο, αλλά δεν προτιμά το πράσινο του αβοκάντο ως απόχρωση. |
avocado n as adj | (yellowish-green) | κιτρινοπράσινος επίθ |
| | στο χρώμα του αβοκάντο περίφρ |
| Ruth wants to replace her outdated avocado kitchen appliances. |
| Η Ρουθ θέλει να αντικαταστήσει τις απαρχαιωμένες συσκευές της κουζίνας της στο χρώμα του αβοκάντο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
avocado n | (tree) | αβοκάντο ουσ ουδ άκλ |
| | βουτυρόδεντρο ουσ ουδ |
| That's not a cherry tree, it's an avocado. |