analyst

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈænəlɪst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈænəlɪst/ ,USA pronunciation: respelling(anl ist)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
analyst n (business)αναλυτής, αναλύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Analysts expect the company to rebound in the next quarter.
 Οι αναλυτές αναμένουν ότι η εταιρεία θα ανακτήσει τις δυνάμεις της στο επόμενο τρίμηνο.
analyst n US, abbreviation (psychoanalyst)ψυχαναλυτής, ψυχαναλυτής ουσ αρσ, ουσ θηλ
 My analyst says I'm afraid to take risks in relationships.
 Η ψυχαναλύτριά μου λέει ότι φοβάμαι να ρισκάρω στις σχέσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
financial analyst n ([sb] who interprets stock market)οικονομικός αναλυτής ουσ αρσ
 Financial analysts did not foresee the market crash.
market analyst n ([sb] who examines consumers' needs)αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 A market analyst has to understand the requirements of a company's customers.
systems analyst n ([sb] who studies data-processing needs)αναλυτής συστημάτων, αναλύτρια συστημάτων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'analyst' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση analyst στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «analyst».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!