ambulance

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈæmbjʊləns/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈæmbjələns/ ,USA pronunciation: respelling(ambyə ləns)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ambulance n (medical vehicle) (όχημα μεταφοράς ασθενών)ασθενοφόρο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)νοσοκομειακό ουσ ουδ
 An ambulance sped down the street, followed by a police car.
 Ένα ασθενοφόρο διέσχισε με ταχύτητα το δρόμο, ακολουθούμενο από ένα περιπολικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
air ambulance n (aircraft for medical emergencies)νοσοκομειακό ελικόπτερο ουσ ουδ
 Helicopters were used as air ambulances during the Vietnam War.
ambulance man n (male paramedic) (ασθενοφόρου)διασώστης ουσ αρσ
 The ambulance man took my pulse.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ambulance' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ambulance στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ambulance».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!